φέρω

φέρω
φέρω και φέρνω έφερα, φέρθηκα, φερμένος
1. μτβ., σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω, υποβαστάζω: Φέρνει τη στάμνα στον ώμο του.
2. έχω κάτι πάνω μου ή από τη φύση μου ή ως εξάρτημα ή γραμμένο, και γενικά έχω: Τα ζώα που φέρουν κέρατα λέγονται κερασφόρα. – Το άγαλμα φέρει στη βάση του επιγραφή. – Το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Αγωνία».
3. φορώ στο σώμα μου, φορώ πάνω μου, είμαι ντυμένος με...: Οι απόστρατοι δεφέρουν τη στολή του αξιωματικού.
4. σηκώνω κάτι από εκεί που βρίσκεται και το πηγαίνω αλλού, μεταφέρω, κουβαλώ: Ρόδα και ρόδα ο ξανθός ο ήλιος θα σου φέρει (Ι. Γρυπάρης).
5. οδηγώ κάποιον κάπου, κάνω ή καλώ κάποιον να έρθει: Πάω να φέρω γιατρό.
6. εισάγω κάτι από άλλον τόπο: Τα καταστήματά του φέρνουν τη μόδα κατευθείαν απ' το Παρίσι.
7. γίνομαι αιτία να συμβεί κάτι, προκαλώ, προξενώ: Το θέαμα αυτό μου φέρνει αηδία. – Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος (παροιμ.).
8. παράγω, αποφέρω, προσπορίζω: Το εμπόριο του έφερε πολλά κέρδη.
9. προτείνω, προβάλλω, διατυπώνω: Φέρε μου ένα παράδειγμα.
10. το μέσ., φέρομαι και φέρνομαι, α. συμπεριφέρομαι: Δε φέρεται καλά στους γονείς του. β. λέγομαι, μνημονεύομαι ως..., υπάρχει η πληροφορία ή η φήμη για μένα ότι είμαι ή έπραξα κάτι, αναφέρομαι ως...: Ο κατηγορούμενος φέρεται ως εγκληματίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρω — fero pres subj act 1st sg φέρω fero pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • φέρεσθον — φέρω fero pres imperat mp 2nd dual φέρω fero pres ind mp 3rd dual φέρω fero pres ind mp 2nd dual φέρω fero imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετον — φέρω fero pres imperat act 2nd dual φέρω fero pres ind act 3rd dual φέρω fero pres ind act 2nd dual φέρω fero imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρον — φέρω fero pres part act masc voc sg φέρω fero pres part act neut nom/voc/acc sg φέρω fero imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φέρω fero imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρεσθε — φέρω fero pres imperat mp 2nd pl φέρω fero pres ind mp 2nd pl φέρω fero imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετε — φέρω fero pres imperat act 2nd pl φέρω fero pres ind act 2nd pl φέρω fero imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρῃ — φέρω fero pres subj mp 2nd sg φέρω fero pres ind mp 2nd sg φέρω fero pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηνεγμένα — φέρω fero perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”